- ωτίδες
- οι, Νζωολ. βλ. ωτιδίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠτίδες — ὠτίς bustard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτιδίδες — και δ. γρφ. ωτίδες, οι, Ν ζωολ. οικογένεια γερανόμορφων πτηνών τού Παλαιού Κόσμου, γνωστών με την κοινή ονομασία αγριόγαλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otididae (< ωτίς, ίδος + κατάλ. ίδες*)] … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδες — Φθῑώτιδες , Φθιῶτις to Phthia fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)